- ὀξυκώκυτος
- ὀξῠ-κώκῡτος, ον,A wailed with shrill cries,
πάθος S.Ant.1316
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πάθος S.Ant.1316
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξυκώκυτος — ὀξυκώκυτος, ον (Α) αυτός που θρηνήθηκε με γοερές κραυγές («παιδὸς τόδ ᾔσθετ ὀξυκώκυτον πάθος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + κωκυτός «θρήνος»] … Dictionary of Greek
ὀξυκώκυτον — ὀξυκώκῡτον , ὀξυκώκυτος wailed with shrill cries masc/fem acc sg ὀξυκώκῡτον , ὀξυκώκυτος wailed with shrill cries neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek